- ήρανος
- ἤρανος, ό (AM)μσν.κυβερνήτηςαρχ.1. προστάτης (ἤρανον γαίης» — τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.)2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον»)3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ-ανος (πρβλ. κοίρ-ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka- «υπερασπιστής», βεδικό vārana- «δυνατός, ισχυρός». Η απουσία σημασιολογικής συγγένειας μεταξύ ήρανος, ήρα και επίηρος δεν ενισχύει την ετυμολογική σύνδεση τους].
Dictionary of Greek. 2013.